Sunday, December 4, 2011

Και τώρα τί; (α')

Ανέβηκε από Swell στις 14/1/08

 

Βγήκε από το ασανσέρ στο δεύτερο όροφο κρατώντας την ανθοδέσμη.  Απέναντι είδε τη γυάλινη πόρτα με την επωνυμία της εταιρίας.  Την έσπρωξε και μπήκε.  Το γραφείο που λογικά ανήκε στη receptionist ήταν άδειο.  Άκουσε ομιλίες από τον διάδρομο και προχώρησε προς τα κει.  Στην ανοιχτή πόρτα απ’ όπου ακούγονταν οι ομιλίες σταμάτησε.  Και πάγωσε.  

Μέρες πριν είχε προσέξει στο μετρό μια ωραία κοπέλα.  Του άρεσε τόσο που αποφάσισε και την ακολούθησε όταν κατέβηκε.  Είδε το κτίριο που μπήκε και τον όροφο που κατέβηκε.  Στη συνέχεια κατάφερε με έξυπνο τρόπο να μάθει από τον φύλακα της εισόδου το όνομά της.  Και σήμερα είχε αποφασίσει να κάνει το μεγάλο βήμα.  Να της προσφέρει λουλούδια και, μάλιστα, να τα παραδώσει στα χέρια της ο ίδιος.  Από την ταραχή του όμως κατέβηκε σε λάθος όροφο.  Και φτάνοντας στην πόρτα απ’ όπου είχε ακούσει τις ομιλίες, πάγωσε.  

Στο γραφείο που βρισκόταν στο βάθος του δωματίου καθόταν μια κοπέλα που μιλούσε στο τηλέφωνο.  Του φάνηκε σαν θεά.  Του χαμογέλασε και του έκανε νεύμα να πλησιάσει.  Σχεδόν λιποθύμησε.  Πλησίασε το γραφείο.  Η κοπέλα έκλεισε το τηλέφωνο.
- Καλημέρα, τι θα θέλατε;
Καλημέρα σας.

Το μυαλό του παίρνει χιλιάδες στροφές και καταλήγει:

- Θέλω να σας παραδώσω αυτά τα λουλούδια που είναι για σας.
- Για μένα, τι ωραία έκπληξη είναι αυτή;
- Υπάρχει κάρτα μέσα.
- Σας ευχαριστώ πολύ!
-  Κι εγώ!  Καλημέρα σας.

Τη στιγμή που έκανε μεταβολή για να φύγει, πρόλαβε να δει την τελευταία στιγμή το αμπελάκι που ήταν πάνω στο γραφείο με το όνομα της κοπέλας.  Κατάφερε να διαβάσει μόνο το μικρό της όνομα:  Βούλα.  Βγήκε από το κτίριο τρέμοντας.  Αισθανόταν όμως ωραία που πέτυχε να δώσει τα λουλούδια στη Βούλα χωρίς να φανεί ότι αυτά προορίζονταν για άλλον.  Την ίδια στιγμή όμως, άρχισε ν’ αναρωτιέται αν και πότε θ’ αποφάσιζε να τον πάρει τηλέφωνο, στο βαθμό που το όνομα στην κάρτα της ήταν τελείως άγνωστο.

Πέρασαν μέρες χωρίς να συμβεί τίποτα.  Και ένα απόγευμα, όταν πλέον το είχε πάρει απόφαση ότι είχε «παίξει» και χάσει, χτύπησε το κινητό του τηλέφωνο.  Ήταν η Βούλα.

- Καλησπέρα σας.  Είμαι η Βούλα Π.  που στείλατε τα όμορφα λουλούδια.  Πήρα να σας ευχαριστήσω αν και δεν σας ξέρω, δεν γνωρίζω ποιός είστε, ούτε γιατί κάνατε αυτήν την κίνηση.
Καλησπέρα, έχετε δίκιο.  Δεν με ξέρετε, το ίδιο άλλωστε ισχύει και για μένα.  Τουλάχιστον ίσχυε μέχρι πρόσφατα.
Τί εννοείτε;  Πού με γνωρίσατε;
Η συζήτηση είχε πάρει λάθος δρόμο και δεν κατέληγε πουθενά.  Η Βούλα έκανε την ανέλπιστη πρόταση.  Να βρεθούν το επόμενο Σάββατο το μεσημέρι για καφέ.  Έτσι ξεκίνησε μια ωραία σχέση, παρά τις μεγάλες διαφορές τους.  Τις οποίες ο φίλος μας κατάλαβε από την αρχή.  Όχι όμως και η Βούλα που ήταν ερωτευμένη.  Σύντομα αποφάσισαν να μείνουν μαζί. Όταν  έβγαιναν με παρέες της Βούλας, ο φίλος μας έμενε την περισσότερη ώρα σιωπηλός, γιατί δεν μπορούσε να συμμετάσχει στις συζητήσεις που έκαναν.  Γιατί τα ενδιαφέροντα του περιορίζονταν στη δουλειά του, τα αυτοκίνητα και (όταν η Βούλα δεν ήταν παρούσα) στις γκόμενες.  Γι’ αυτό και η Βούλα απέφευγε όταν μπορούσε τις παρέες του φίλου μας.  Παρ’ όλα αυτά, η Βούλα ήταν ευτυχής.  Πίστευε ότι είχε βρει έναν άνθρωπο που της άρεσε, που είχε (πίστευε λανθασμένα) καλό χαρακτήρα.  Και που, το κυριότερο, περνούσε καλά μαζί του.

Πέρασαν έτσι δύο χρόνια περίπου.  Η Βούλα άρχισε να σκέφτεται το που τους οδηγούσε αυτή η σχέση.  Και μια μέρα «ανακαλύπτει» ότι είναι έγκυος.  Θεωρεί ότι η απάντηση στην ερώτηση για το μέλλον της σχέσης τους, είχε δοθεί.  Θα το ανακοίνωνε στο φίλο μας το βράδυ στο σπίτι.

Όταν έφτασε στο σπίτι η Βούλα, ο φίλος μας ήταν ήδη εκεί.  Προσπαθούσε να κλείσει την τελευταία βαλίτσα στο χολ. 
Συνεχίζεται ΕΔΩ

No comments:

Post a Comment

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...