Sunday, December 4, 2011

Η Λούρδη μπορεί να περιμένει

Ανέβηκε από Swell στις 10/1/08
 
 


Κάθισαν στην άκρη της πλάκας του πρώτου ορόφου, κρέμασαν τα πόδια τους στο κενό και περίμεναν ν’ αρχίσει το ματς. Το γιαπί ήταν δίπλα στο γήπεδο της αγαπημένης τους ομάδας, σε μια επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας. Δίπλα στον Α και τον Β της ιστορίας μας, βρίσκονταν κι άλλοι άνθρωποι, που κι εκείνοι δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να πληρώσουν το εισιτήριο της εισόδου. Ήταν τόσοι που εύκολα έκαναν «εξέδρα». Ο Α και ο Β άρχισαν να συζητούν. Φίλοι από παλιά, είχαν χαθεί στις δουλειές τους και τα προβλήματά τους. Ο Α ανύπαντρος, δούλευε πολλά χρόνια στην ίδια εταιρία. Μάλλον ευχαριστημένος, όχι τόσο από τη δουλειά του αλλά από τη σιγουριά που του πρόσφερε αυτή. Ο Β, βίος και πολιτεία. Ο ορισμός του προβλήματος.

Μια ζωή από τη κορυφή στον πάτο ο Β. Έτσι, για να μην πλήττει. Χωρισμένος. Ούτε η γυναίκα του δεν άντεξε αυτά τα ανεβοκατεβάσματα. Στο τέλος ζαλίστηκε και τον άφησε. Άσε που αυτή η κατάσταση τον επηρέαζε και ψυχολογικά. Εδώ και έξι μήνες δουλεύει σε μια εταιρία ανασφάλιστος. Χτυπάει το δεκάωρό του καθημερινά, αλλά ο επιχειρηματίας τον πληρώνει όποτε θέλει. Τώρα του χρωστάει τρεις μισθούς και το δώρο των Χριστουγέννων. Ο διαιτητής σφύριξε την έναρξη του ματς, αλλά αυτοί είχαν απορροφηθεί από τη συζήτησή τους.

Α: Τι κάνεις λοιπόν;
B: Τα ίδια, όπως τα ξέρεις. Εσύ;
A: Καλά, πολλή πίεση στη δουλειά γιατί είναι πεσμένη, αλλά γενικά καλά. Δεν μου λες, σε πλήρωσε ο αλήτης;
Β: Θα αστειεύεσαι. Όχι βέβαια.
Α: Πόσα σου χρωστάει τώρα;
B: Τρεις μήνες και το δώρο Χριστουγέννων.
Α: Και τι κάνεις ρε συ;
B: Τι μπορώ να κάνω ρε Α., με τον αλήτη που έχω μπλέξει;
A: Δεν ξέρω ρε γαμώτο, αλλά μου τη δίνει αυτός ο πούστης.
Β: Εμένα μου τη δίνει περισσότερο το κράτος, γιατί επιτρέπει τέτοια φαινόμενα, γιατί επιτρέπει σε εταιρίες να λειτουργούν έτσι.
Α: Ε, βέβαια. Αφού δεν υπάρχει κανένας έλεγχος ή όταν γίνεται έλεγχος, οι ελέγχοντες τα «παίρνουν» απ’ αυτούς που υποτίθεται ότι ελέγχουν.
B: Πόσες φορές σου έχω πει ότι η χώρα αυτή είναι μπουρδέλο; Ότι δεν λειτουργεί τίποτα. Ούτε καν η δικαιοσύνη, η τελευταία ελπίδα του τελευταίου πολίτη, όταν αδικείται.
Φωνές και βρισιές ακούστηκαν από δίπλα τους. Η ομάδα τους είχε δεχθεί γκολ. Αφού οι προσφωνήσεις στη μητέρα και την αδελφή του τερματοφύλακα κόπασαν, συνέχισαν τη συζήτηση.
Α: Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;
B: Δεν ξέρω ρε γαμώτο.
Α: Βλέπεις φως από πουθενά;
Β: Όχι, δυστυχώς.
Α: Και πως τη βγάζεις, ρε συ;
B: Άστα, με μάγια.
Α: Λυπάμαι ρε γαμώτο, γιατί τώρα δεν έχω κι εγώ τη δυνατότητα να σε βοηθήσω.
Β: Δεν πειράζει ρε Α. Άλλωστε μ’ έχεις ήδη βοηθήσει πολύ.
Α: Και τι θα κάνεις;
B: Την άλλη βδομάδα πηγαίνω στη Λούρδη.
A: Στη Γαλλία, γιατί;
Β: Υπάρχει εκεί μια εκκλησία της Παναγίας που λένε ότι είναι θαυματουργή.
Α: Μαλακίες. Ποιος το λέει;
Β: Ο Γούντυ Άλλεν. Έτσι άρχιζε το Manhattan. Συναντούσε ο Γ. Άλλεν ένα φίλο του στο δρόμο και μετά τα τυπικά τι κάνεις κ.λ.π. ο Γ. Αλλεν ρωτούσε τον άλλο «πως τα πας με την ψυχανάλυση;» «Καλά, εσύ;» Και ο Γ. Άλλεν απαντούσε: «Την επόμενη βδομάδα πηγαίνω στη Λούρδη.»

Φωνές ακούστηκαν πάλι. Κοίταξαν προς το γήπεδο, αλλά τίποτα δεν συνέβαινε. Ο Α. γύρισε προς τον Β. αλλά δεν ήταν πλέον δίπλα του. Είχε πέσει στο κενό. Κανείς δεν κατάλαβε αν έπεσε μόνος του ή τον έσπρωξαν. Η Λούρδη μπορούσε να περιμένει.

 

No comments:

Post a Comment

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...