Ανέβηκε από Swell στις 26/11/2007
Ήταν περίπου οκτώ το βράδι, όταν έφτασα σπίτι. Την ώρα που άφηνα τα κλειδιά πάνω στο γραφείο, είδα το φωτάκι του τηλεφωνητή να αναβοσβήνει. Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, εύρισκα μήνυμα στον τηλεφωνητή του σπιτιού. Έκπληξη - ήταν η Άρτεμις, που είχα γνωρίσει την ημέρα της μεγάλης βροχής, μποτιλιαρισμένος στην πρωινή κίνηση στο ποτάμι. Την πήρα τηλέφωνο και συμφωνήσαμε να πάμε για ποτό. Θα περνούσα εγώ να την πάρω. Στις δέκα είχα διπλοπαρκάρει κάτω από το σπίτι της και της τηλεφώνησα. Σε λίγο κατέβηκε. Στο φως της εισόδου της πολυκατοικίας είδα μια κοπέλα πιο ψηλή απ’ όσο νόμιζα, όταν την είχα πρωτοδεί μέσα στο αυτοκίνητό της.
«Γειά σου θαρραλέε» είπε μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο.
«Καλησπέρα. Χαίρομαι που σε βλέπω. Τι κάνεις;
«Κι εγώ χαίρομαι. Καλά είμαι, εσύ;»
«Καλά είμαι κι εγώ. Πες μου, έχεις σκεφθεί που να πάμε;»
«Όχι. Το αφήνω σε σένα.»
«Ξέρεις το μπαρ “Ένοικος” στα Εξάρχεια;»
«Όχι, πάμε στον “Ένοικο” λοιπόν, να γνωρίσω κι αυτό το μπαρ αλλά και σένα».
Το μπαρ ήταν ήδη γεμάτο όταν φτάσαμε. Χαιρέτησα το Βαγγέλη και τη Λιάνα, που είχα να τους δω πολύ καιρό, απ’ την τελευταία φορά που ήμουν εκεί. Καθίσαμε στη μπάρα και πήραμε κόκκινο κρασί.
Η Άρτεμις είχε γυρίσει στα μέσα του Οκτώβρη, μετά από ενάμισι χρόνο στο Παρίσι όπου έκανε το μεταπτυχιακό της στην Κοινωνιολογία. Εδώ είχε τελειώσει το Πάντειο. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι θα κάνει επαγγελματικά. Τη στήριζαν οικονομικά οι γονείς της. Της είπα ότι η επιστήμη της έχει πεδίο εφαρμογής και στον τομέα της έρευνας. Δεν το είχε σκεφτεί κι έτσι της πρότεινα να κοιτάξει και τη συγκεκριμένη αγορά. Με ρώτησε αν μπορούσα να τη φέρω σε επαφή με κάποια εταιρία ερευνών.
«Ναι, γνωρίζω την Ξ. Κ. στην εταιρία F.»
«Πώς και την ξέρεις;»
«Έκανα δύο χρόνια στην εταιρία αυτή.»
«Τι έκανες εκεί εσύ;»
«Την πρώτη έρευνα στην Ελλάδα για την υπαίθρια διαφήμιση.»
«Τι μετρούσατε;»
«Αυτή είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Και επίτρεψέ μου να σου πω ότι δεν τρελαίνομαι να συζητώ για τη δουλειά μου, εκτός δουλειάς. Πόσο μάλλον μ’ εσένα που βγαίνουμε πρώτη φορά.»
«ΟΚ. ούτε κι εγώ θα το ΄θελα. Πες μου που μένεις.»
«Στη Ραφήνα.»
«Χριστός και Παναγία.»
«Τι έγινε;»
«Και πηγαινοέρχεσαι κάθε μέρα στην Αθήνα; Δεν είναι κουραστικό;»
«Είναι, αλλά με αποζημιώνει το περιβάλλον.»
«Δηλαδή;»
«Μένω μέσα στο πράσινο και πολύ κοντά στη θάλασσα. Και είναι ευτυχισμένα και τα παιδιά μου.»
«Άντε, έχεις παιδιά;»
«Ναι, δεκατέσσερα!»
«Τι, δεν μου λες αλήθεια.»
«Αλήθεια είναι. Έχω δύο σκύλους και δώδεκα γάτες.»
«Είσαι τρελός. Και τα ΄χεις όλα αυτά μέσα στο σπίτι;»
«Όχι. Είναι έξω, στη βεράντα και γύρω από το σπίτι.»
«Και δεν κινδυνεύουν από τα αυτοκίνητα;»
«Όχι, γιατί είναι κλειστή περιοχή.»
«Τρελός πάντως είσαι!»
«Τρελός και αναρχικός και ανατρεπτικός και περίεργος και συντηρητικός και αντικοινωνικός.»
«Τι είναι όλα αυτά;»
«Χαρακτηρισμοί που κατά καιρούς μου έχουν προσάψει.»
«Γιατί;»
«Έλα μου ντε. Εδώ σε θέλω. Πες μου συ.»
«Εγώ δεν σε ξέρω.»
«Κι αυτό σωστό είναι. Αλλά εσύ δεν με αποκάλεσες «θαρραλέο» μόλις μπήκες στο αυτοκίνητο; Τι εννοούσες;»
«Μου έκανε εντύπωση η άνεσή σου όταν πρωτοσυναντηθήκαμε στο ποτάμι και βγήκες από το αυτοκίνητό σου για να μου προσφέρεις τσιγάρο. Και επέμενες να πάρω περισσότερα, γιατί ήμασταν μποτιλιαρισμένοι.»
«Δεν είχα δίκιο;»
«Ναι.»
«Άρα δεν ήταν ζήτημα θάρρους, αλλά κοινής λογικής.»
«Έχεις;»
«Τί;»
«Κοινή λογική.»
«Σπανίως.»
«Και συνήθως;»
«Συνήθως η λογική μου είναι χειρότερη κι από κοινότατη.»
Με κοιτάει με απορία, μη ξέροντας πώς να αντιδράσει. Εγώ δεν μπορώ να κρατηθώ κι αρχίζω να γελάω.»
«Ε, τελικά είσαι τρελός» και βάζει κι εκείνη τα γέλια.
Τη ρωτάω για τη ζωή της στο Παρίσι, τις σπουδές της, τους Γάλλους, τον Σαρκοζύ, τη Γαλλίδα Διαμαντοπούλου. Της λέω ότι τελευταία φορά που πήγα στο Παρίσι, ήταν για ένα συνέδριο κι είχα ξεκινήσει από το Βουκουρέστι.
«Τι έκανες στο Βουκουρέστι;»
«Ήμουν εκεί δύο χρόνια, δούλευα.»
«Τι δουλειά έκανες;»
«Ήμουν ιμπρεσάριος.»
«Δηλαδή, τί έκανες ακριβώς;»
«Εύρισκα καλλιτέχνες για λογαριασμό Ελλήνων επιχειρηματιών.»
«Τι καλλιτέχνες εννοείς;»
«Καλλιτέχνες γυναικείου φύλου.»
«Και με τι κριτήρια τις εύρισκες;»
«Πνευματικά πρωτευόντως και σωματικά δευτερευόντως χαρίσματα.»
«Και οι επιχειρηματίες τι ήταν;»
«Ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων σε επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας.»
«Όπως;»
«Όπως Τίρναβος, Φιλιατρά, Ελασσόνα, Ξάνθη κ.λ.π.»
«Γιατί σε τέτοιες πόλεις μόνο κι όχι και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη;»
«Για πρακτικούς λόγους.»
«Δηλαδή;»
«Για λόγους ασφαλείας.»
«Δηλαδή;»
«Στην επαρχία η αστυνόμευση, αν υπάρχει, είναι πολύ πιο χαλαρή απ’ ότι σε μια μεγάλη πόλη. Όλοι οι άνθρωποι είναι λίγο-πολύ γνωστοί μεταξύ τους. Δες τι έγινε στα Ζωνιανά.»
«Δεν κατάλαβα, πουτάνες έφερνες δηλαδή;»
«Άρτεμις σε παρακαλώ, μη γίνεσαι χυδαία. Καλλιτέχνες ήταν.»
«Ναι, κατάλαβα. Καλλιτέχνες του sex.»
«Η τέχνη δεν έχει συγκεκριμένα πεδία εφαρμογής.»
«Α, ξέχασα. Είσαι και φιλόσοφος.»
«Το αμφισβητείς;»
«Το ότι είσαι φιλόσοφος;»
«Όχι. Το ότι η τέχνη δεν έχει συγκεκριμένα μόνο πεδία εφαρμογής. Είναι στο χέρι του κάθε ανθρώπου να βάλει την τέχνη ακόμα και στην καθημερινότητά του.»
«Εσύ δηλαδή είσαι καλλιτέχνης στο sex;»
«Όπα! Δεν ξέρω, εσύ θα μου πεις.»
«Πότε;»
«Όπα, ξανά.»
«Γιατί κοκκίνισες; Το παίζεις ντροπαλός;»
«Δεν το παίζω, είμαι.»
«Καλά, με συγχωρείς.»
«ΟΚ. Επίτρεψέ μου να σου πω μια μικρή ιστορία με την ευκαιρία αυτή. Πριν χρόνια, βρίσκομαι καλοκαίρι στη Ραφήνα για διακοπές. Τότε δούλευα ακόμα στη Ρουμανία. Ένα βράδι μ’ έχει καλέσει ένα ζευγάρι φίλων στο σπίτι τους. Όταν πήγα, βρήκα εκεί εκτός από το ζευγάρι, άλλες τρεις γνωστές κοπέλες και τον άντρα της μιας. Αυτός ήταν στρατιωτικός (η συμπάθειά μου) και ο μόνος που δεν ήξερα. Κάποια στιγμή με ρώτησε μία από τις κοπέλες για τη ζωή στη Ρουμανία. Πριν προλάβω να απαντήσω, πετάχτηκε ο στρατιωτικός και με ρώτησε τι έκανα στη Ρουμανία. Του είπα την ίδια ιστορία, με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες γιατί έκανε συνεχώς διευκρινιστικές ερωτήσεις. Όλη η υπόλοιπη παρέα γελούσε όταν άκουγαν την εξιστόρηση. Και ο στρατιωτικός τους έλεγε: “Τι γελάτε ρε; Ο άνθρωπος μου μιλάει για τη δουλειά του!” Μερικά χρόνια αργότερα συνάντησα τη γυναίκα του στρατιωτικού, η οποία μου είπε ότι είχαν χωρίσει. Και ότι στο δικαστήριο, όπου συζητιόταν η αίτηση διαζυγίου που είχε υποβάλει αυτή, ο στρατιωτικός είχε ισχυριστεί, προσπαθώντας να κερδίσει την επιμέλεια των παιδιών, ότι η πρώην γυναίκα του έκανε παρέα με εμπόρους λευκής σαρκός, ΕΝΝΟΩΝΤΑΣ ΕΜΕΝΑ!»
«Φοβερή ιστορία. Εγώ το κατάλαβα ότι με δούλευες. Δεν δείχνεις για τέτοιος άνθρωπος.»
«Α, μπα. Και σαν τι άνθρωπος δείχνω;»
«Δεν ξέρω. Για νταβατζής πάντως δεν μου κάνεις.»
«Παραφέρεσαι!.»
Μετά από λίγο φύγαμε. Ήταν ήδη μία η ώρα. Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο, τη ρώτησα:
«Και τώρα τι, Άρτεμις;»
«Έχεις να μου κάνεις κάποια πονηρή πρόταση;»
«Όπα!»
«Πήγαινέ με όπου θέλεις.»
Πήγαμε σπίτι μου. Πενήντα μέτρα από το σπίτι, είδαμε να κατηφορίζουν προς το μέρος μας – είχαν ακούσει το αυτοκίνητο – η Πέρσα, ο Rebel και μερικές γάτες. Μου ζήτησε να σταματήσω και βγήκε από το αυτοκίνητο. Εγώ πήγα μέχρι το σπίτι και πάρκαρα. Όταν βγήκα από το αυτοκίνητο, την είδα να περπατά με δυσκολία γιατί οι δύο σκύλοι ήταν κρεμασμένοι πάνω της! Όταν μπήκαμε στο σπίτι, είδα ότι την είχαν κάνει σύσκατη! Η Άρτεμις κοιτούσε τα ρούχα της και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε.
Ήταν περίπου οκτώ το βράδι, όταν έφτασα σπίτι. Την ώρα που άφηνα τα κλειδιά πάνω στο γραφείο, είδα το φωτάκι του τηλεφωνητή να αναβοσβήνει. Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, εύρισκα μήνυμα στον τηλεφωνητή του σπιτιού. Έκπληξη - ήταν η Άρτεμις, που είχα γνωρίσει την ημέρα της μεγάλης βροχής, μποτιλιαρισμένος στην πρωινή κίνηση στο ποτάμι. Την πήρα τηλέφωνο και συμφωνήσαμε να πάμε για ποτό. Θα περνούσα εγώ να την πάρω. Στις δέκα είχα διπλοπαρκάρει κάτω από το σπίτι της και της τηλεφώνησα. Σε λίγο κατέβηκε. Στο φως της εισόδου της πολυκατοικίας είδα μια κοπέλα πιο ψηλή απ’ όσο νόμιζα, όταν την είχα πρωτοδεί μέσα στο αυτοκίνητό της.
«Γειά σου θαρραλέε» είπε μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο.
«Καλησπέρα. Χαίρομαι που σε βλέπω. Τι κάνεις;
«Κι εγώ χαίρομαι. Καλά είμαι, εσύ;»
«Καλά είμαι κι εγώ. Πες μου, έχεις σκεφθεί που να πάμε;»
«Όχι. Το αφήνω σε σένα.»
«Ξέρεις το μπαρ “Ένοικος” στα Εξάρχεια;»
«Όχι, πάμε στον “Ένοικο” λοιπόν, να γνωρίσω κι αυτό το μπαρ αλλά και σένα».
Το μπαρ ήταν ήδη γεμάτο όταν φτάσαμε. Χαιρέτησα το Βαγγέλη και τη Λιάνα, που είχα να τους δω πολύ καιρό, απ’ την τελευταία φορά που ήμουν εκεί. Καθίσαμε στη μπάρα και πήραμε κόκκινο κρασί.
Η Άρτεμις είχε γυρίσει στα μέσα του Οκτώβρη, μετά από ενάμισι χρόνο στο Παρίσι όπου έκανε το μεταπτυχιακό της στην Κοινωνιολογία. Εδώ είχε τελειώσει το Πάντειο. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι θα κάνει επαγγελματικά. Τη στήριζαν οικονομικά οι γονείς της. Της είπα ότι η επιστήμη της έχει πεδίο εφαρμογής και στον τομέα της έρευνας. Δεν το είχε σκεφτεί κι έτσι της πρότεινα να κοιτάξει και τη συγκεκριμένη αγορά. Με ρώτησε αν μπορούσα να τη φέρω σε επαφή με κάποια εταιρία ερευνών.
«Ναι, γνωρίζω την Ξ. Κ. στην εταιρία F.»
«Πώς και την ξέρεις;»
«Έκανα δύο χρόνια στην εταιρία αυτή.»
«Τι έκανες εκεί εσύ;»
«Την πρώτη έρευνα στην Ελλάδα για την υπαίθρια διαφήμιση.»
«Τι μετρούσατε;»
«Αυτή είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Και επίτρεψέ μου να σου πω ότι δεν τρελαίνομαι να συζητώ για τη δουλειά μου, εκτός δουλειάς. Πόσο μάλλον μ’ εσένα που βγαίνουμε πρώτη φορά.»
«ΟΚ. ούτε κι εγώ θα το ΄θελα. Πες μου που μένεις.»
«Στη Ραφήνα.»
«Χριστός και Παναγία.»
«Τι έγινε;»
«Και πηγαινοέρχεσαι κάθε μέρα στην Αθήνα; Δεν είναι κουραστικό;»
«Είναι, αλλά με αποζημιώνει το περιβάλλον.»
«Δηλαδή;»
«Μένω μέσα στο πράσινο και πολύ κοντά στη θάλασσα. Και είναι ευτυχισμένα και τα παιδιά μου.»
«Άντε, έχεις παιδιά;»
«Ναι, δεκατέσσερα!»
«Τι, δεν μου λες αλήθεια.»
«Αλήθεια είναι. Έχω δύο σκύλους και δώδεκα γάτες.»
«Είσαι τρελός. Και τα ΄χεις όλα αυτά μέσα στο σπίτι;»
«Όχι. Είναι έξω, στη βεράντα και γύρω από το σπίτι.»
«Και δεν κινδυνεύουν από τα αυτοκίνητα;»
«Όχι, γιατί είναι κλειστή περιοχή.»
«Τρελός πάντως είσαι!»
«Τρελός και αναρχικός και ανατρεπτικός και περίεργος και συντηρητικός και αντικοινωνικός.»
«Τι είναι όλα αυτά;»
«Χαρακτηρισμοί που κατά καιρούς μου έχουν προσάψει.»
«Γιατί;»
«Έλα μου ντε. Εδώ σε θέλω. Πες μου συ.»
«Εγώ δεν σε ξέρω.»
«Κι αυτό σωστό είναι. Αλλά εσύ δεν με αποκάλεσες «θαρραλέο» μόλις μπήκες στο αυτοκίνητο; Τι εννοούσες;»
«Μου έκανε εντύπωση η άνεσή σου όταν πρωτοσυναντηθήκαμε στο ποτάμι και βγήκες από το αυτοκίνητό σου για να μου προσφέρεις τσιγάρο. Και επέμενες να πάρω περισσότερα, γιατί ήμασταν μποτιλιαρισμένοι.»
«Δεν είχα δίκιο;»
«Ναι.»
«Άρα δεν ήταν ζήτημα θάρρους, αλλά κοινής λογικής.»
«Έχεις;»
«Τί;»
«Κοινή λογική.»
«Σπανίως.»
«Και συνήθως;»
«Συνήθως η λογική μου είναι χειρότερη κι από κοινότατη.»
Με κοιτάει με απορία, μη ξέροντας πώς να αντιδράσει. Εγώ δεν μπορώ να κρατηθώ κι αρχίζω να γελάω.»
«Ε, τελικά είσαι τρελός» και βάζει κι εκείνη τα γέλια.
Τη ρωτάω για τη ζωή της στο Παρίσι, τις σπουδές της, τους Γάλλους, τον Σαρκοζύ, τη Γαλλίδα Διαμαντοπούλου. Της λέω ότι τελευταία φορά που πήγα στο Παρίσι, ήταν για ένα συνέδριο κι είχα ξεκινήσει από το Βουκουρέστι.
«Τι έκανες στο Βουκουρέστι;»
«Ήμουν εκεί δύο χρόνια, δούλευα.»
«Τι δουλειά έκανες;»
«Ήμουν ιμπρεσάριος.»
«Δηλαδή, τί έκανες ακριβώς;»
«Εύρισκα καλλιτέχνες για λογαριασμό Ελλήνων επιχειρηματιών.»
«Τι καλλιτέχνες εννοείς;»
«Καλλιτέχνες γυναικείου φύλου.»
«Και με τι κριτήρια τις εύρισκες;»
«Πνευματικά πρωτευόντως και σωματικά δευτερευόντως χαρίσματα.»
«Και οι επιχειρηματίες τι ήταν;»
«Ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων σε επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας.»
«Όπως;»
«Όπως Τίρναβος, Φιλιατρά, Ελασσόνα, Ξάνθη κ.λ.π.»
«Γιατί σε τέτοιες πόλεις μόνο κι όχι και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη;»
«Για πρακτικούς λόγους.»
«Δηλαδή;»
«Για λόγους ασφαλείας.»
«Δηλαδή;»
«Στην επαρχία η αστυνόμευση, αν υπάρχει, είναι πολύ πιο χαλαρή απ’ ότι σε μια μεγάλη πόλη. Όλοι οι άνθρωποι είναι λίγο-πολύ γνωστοί μεταξύ τους. Δες τι έγινε στα Ζωνιανά.»
«Δεν κατάλαβα, πουτάνες έφερνες δηλαδή;»
«Άρτεμις σε παρακαλώ, μη γίνεσαι χυδαία. Καλλιτέχνες ήταν.»
«Ναι, κατάλαβα. Καλλιτέχνες του sex.»
«Η τέχνη δεν έχει συγκεκριμένα πεδία εφαρμογής.»
«Α, ξέχασα. Είσαι και φιλόσοφος.»
«Το αμφισβητείς;»
«Το ότι είσαι φιλόσοφος;»
«Όχι. Το ότι η τέχνη δεν έχει συγκεκριμένα μόνο πεδία εφαρμογής. Είναι στο χέρι του κάθε ανθρώπου να βάλει την τέχνη ακόμα και στην καθημερινότητά του.»
«Εσύ δηλαδή είσαι καλλιτέχνης στο sex;»
«Όπα! Δεν ξέρω, εσύ θα μου πεις.»
«Πότε;»
«Όπα, ξανά.»
«Γιατί κοκκίνισες; Το παίζεις ντροπαλός;»
«Δεν το παίζω, είμαι.»
«Καλά, με συγχωρείς.»
«ΟΚ. Επίτρεψέ μου να σου πω μια μικρή ιστορία με την ευκαιρία αυτή. Πριν χρόνια, βρίσκομαι καλοκαίρι στη Ραφήνα για διακοπές. Τότε δούλευα ακόμα στη Ρουμανία. Ένα βράδι μ’ έχει καλέσει ένα ζευγάρι φίλων στο σπίτι τους. Όταν πήγα, βρήκα εκεί εκτός από το ζευγάρι, άλλες τρεις γνωστές κοπέλες και τον άντρα της μιας. Αυτός ήταν στρατιωτικός (η συμπάθειά μου) και ο μόνος που δεν ήξερα. Κάποια στιγμή με ρώτησε μία από τις κοπέλες για τη ζωή στη Ρουμανία. Πριν προλάβω να απαντήσω, πετάχτηκε ο στρατιωτικός και με ρώτησε τι έκανα στη Ρουμανία. Του είπα την ίδια ιστορία, με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες γιατί έκανε συνεχώς διευκρινιστικές ερωτήσεις. Όλη η υπόλοιπη παρέα γελούσε όταν άκουγαν την εξιστόρηση. Και ο στρατιωτικός τους έλεγε: “Τι γελάτε ρε; Ο άνθρωπος μου μιλάει για τη δουλειά του!” Μερικά χρόνια αργότερα συνάντησα τη γυναίκα του στρατιωτικού, η οποία μου είπε ότι είχαν χωρίσει. Και ότι στο δικαστήριο, όπου συζητιόταν η αίτηση διαζυγίου που είχε υποβάλει αυτή, ο στρατιωτικός είχε ισχυριστεί, προσπαθώντας να κερδίσει την επιμέλεια των παιδιών, ότι η πρώην γυναίκα του έκανε παρέα με εμπόρους λευκής σαρκός, ΕΝΝΟΩΝΤΑΣ ΕΜΕΝΑ!»
«Φοβερή ιστορία. Εγώ το κατάλαβα ότι με δούλευες. Δεν δείχνεις για τέτοιος άνθρωπος.»
«Α, μπα. Και σαν τι άνθρωπος δείχνω;»
«Δεν ξέρω. Για νταβατζής πάντως δεν μου κάνεις.»
«Παραφέρεσαι!.»
Μετά από λίγο φύγαμε. Ήταν ήδη μία η ώρα. Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο, τη ρώτησα:
«Και τώρα τι, Άρτεμις;»
«Έχεις να μου κάνεις κάποια πονηρή πρόταση;»
«Όπα!»
«Πήγαινέ με όπου θέλεις.»
Πήγαμε σπίτι μου. Πενήντα μέτρα από το σπίτι, είδαμε να κατηφορίζουν προς το μέρος μας – είχαν ακούσει το αυτοκίνητο – η Πέρσα, ο Rebel και μερικές γάτες. Μου ζήτησε να σταματήσω και βγήκε από το αυτοκίνητο. Εγώ πήγα μέχρι το σπίτι και πάρκαρα. Όταν βγήκα από το αυτοκίνητο, την είδα να περπατά με δυσκολία γιατί οι δύο σκύλοι ήταν κρεμασμένοι πάνω της! Όταν μπήκαμε στο σπίτι, είδα ότι την είχαν κάνει σύσκατη! Η Άρτεμις κοιτούσε τα ρούχα της και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε.
«Πω, πω πως έγινα έτσι; Μπορώ να κάνω ένα μπάνιο;»
«Βεβαίως.»
Της έδειξα που ήταν το μπάνιο και της έδωσα πετσέτες. Μετά από ένα πεντάλεπτο την ακούω να με φωνάζει. Πηγαίνω έξω από την πόρτα.
«Θέλεις κάτι;»
«Ναι. Έλα μέσα να σου πω.»
Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω διστακτικά. Το μπάνιο γεμάτο στους ατμούς και πίσω από την κουρτίνα διαγράφεται η σιλουέτα της.
«Έλα, πες μου.»
«Κλείσε την πόρτα, μπαίνει κρύο.»
Την έκλεισα.
«Πες μου, τι χρειάζεσαι.»
«Έλα πιο κοντά!»
Πλησιάζω στην κουρτίνα. Την τραβάει και βλέπω ένα απίθανο σώμα. Μου χαμογελάει, απλώνει το χέρι της και με τραβάει – ήμουν ακόμη ντυμένος – κάτω από το ντους. Κλείνει την κουρτίνα. Την αγκαλιάζω. Πλησιάζω το στόμα μου στο δικό της και πριν με φιλήσει, μου λέει:
«Συντηρητικός πάντως δεν είσαι! Καλησπέρα.»
No comments:
Post a Comment